κομό

κομό
(γαλλ. commode). Έπιπλο μέτριου ύψους, με πολλά επάλληλα συρτάρια, στηριζόμενο σε τέσσερα κοντά πόδια. Τα πρώτα κ. εμφανίστηκαν στη Γαλλία, την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’ και ήταν πιθανότατα εφεύρεση του Σαρλ Μπουλ. Το κ. διαδόθηκε με εκπληκτική ταχύτητα σε όλη την Ευρώπη, διατήρησε το αρχικό του όνομα commode (που σημαίνει εύχρηστο) και αντικατέστησε την κασέλα. Το κ., εκτός από ορισμένες ελαφρές παραλλαγές, παρέμεινε γαλλικό έπιπλο. Το κ. του Λουδοβίκου ΙΔ’ είναι φουσκωτό με πλούσιες χάλκινες και μπρούντζινες διακοσμήσεις και τελειώματα από ελεφαντόδοντο ή από μαργαριτάρι. Με τα πολύ κυρτά πόδια του, αποτελεί αρκετά πολυτελές έπιπλο. Στην εποχή της Αντιβασιλείας (1715-23) έγινε πιο ελαφρύ, έχασε ένα μέρος των διακοσμήσεών του και τα πόδια του ορθώθηκαν αισθητά. Αυτή η απλοποίηση των γραμμών, μαζί με την αντικατάσταση των χάλκινων και μπρούντζινων ανάγλυφων διακοσμήσεων από ένθετες, συνεχίστηκε και την εποχή του Λουδοβίκου IE’ και του ροκοκό στα έργα των μεγάλων επιπλοποιών: του Σαρλ Κρεσάν, του Ζιστέν Ορέλ Μεσονιέ και του Ζακ Καφιερί. Την περίοδο αυτή, που συμπίπτει με την ευρύτερη διάδοση του κ., μέχρι του σημείου να εισχωρήσει και στις κατοικίες των χωρικών, το κ. τελειοποιήθηκε και από έπιπλο αντιπροσωπευτικό ενός ρυθμού μετεξελίχθηκε σε πρακτικό και ελαφρύ έπιπλο. Οι Γερμανοί Ζαν Γκιγιόμ Ρίζενερ και Ζαν Ανρί Μπένεμαν, προμηθευτές της Μαρίας Αντουανέτας, υπήρξαν οι κυριότεροι κατασκευαστές κ. τύπου Λουδοβίκου ΙΣΤ’, που είναι πολύ κομψά και πολυτελή και, ενίοτε, κατασκευάζονταν από ασυνήθιστα υλικά, όπως, για παράδειγμα, από πορσελάνη των Σεβρών. Συνηθισμένη είναι επίσης –κυρίως στη Βενετία– η επίστρωση των κ. με λάκα και η διακόσμησή τους με αγροτικά μοτίβα: κληματίδες, φύλλα, άνθη και καρπούς. Στην εποχή του Διευθυντηρίου και της Αυτοκρατορίας το κ. έγινε άκαμπτο και με τάσεις προς τον κλασικισμό. Χρησιμοποιήθηκε ευρέως στις επιπλώσεις Λουδοβίκου Φιλίππου και Μπιντερμάιερ (Γερμανία), αλλά δεν ανέκτησε τη χάρη και τον πλούτο των προηγούμενων ρυθμών. Κομό Λουδοβίκου ΙΕ’ με κινέζικη λάκα και μπρούντζινες διακοσμήσεις, έργο του επιπλοποιού Ζαν Ντεμουλέν. Κομό από τη Ρώμη του β’ μισού του 17ου αι. (συλλογή ντι Κάστρο, Ρώμη). Βενετσιάνικο κομό των αρχών του 18ου αι. Νεοκλασικό κομό του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, με σκαλιστές διακοσμήσεις (Πύργος Στουπίντζι, Τορίνο).
* * *
το και κομός, ο
έπιπλο με πολλά οριζόντια συρτάρια στο οποίο συνήθως φυλάγονται ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. como].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κομό — κομό, το και κομός, ο (λ. γαλλ.), έπιπλο με πολλά συρτάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Πλίνιος Κεκίλιος Σεκούνδος — (Plinius Caecilius Secundus). Όνομα 2 Λατίνων συγγραφέων. 1. Γάιος Π. Κ. Σ., ο πρεσβύτερος (Κόμο 23 μ.Χ. – Σταβία – Κόλπος Νεάπολης 79). Σ’ ένα εγκυκλοπαιδικό έργο, που αποτελείται από 37 βιβλία (το μοναδικό από αυτά που σώθηκε αποτελεί πολύτιμη… …   Dictionary of Greek

  • αντιβασιλεία — Η άσκηση της βασιλικής εξουσίας από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που αντικαθιστούν τον βασιλιά στις εξής περιπτώσεις: όταν είναι ανήλικος, όταν εξαιτίας μακρόχρονης αρρώστιας δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του ή όταν δεν υπάρχει διάδοχος του… …   Dictionary of Greek

  • Βόλτα, Αλεσάντρο — (Alessandro Volta, Κόμο 1745 – 1827).Ιταλός φυσικός. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έλαβε άριστη φιλολογική μόρφωση, αλλά αφοσιώθηκε στις θετικές επιστήμες στις οποίες διέπρεψε, αν και ουσιαστικά ήταν αυτοδίδακτος. Νέος ακόμα κατασκεύασε το …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • κομμό — το βλ. κομό …   Dictionary of Greek

  • κομμός — Βλ. λ. κομό. * * * (I) ο (AM κομμός) θρηνητικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας μσν. 1. κόψιμο 2. σφαγή αρχ. χτύπημα, ιδίως τού κεφαλιού και τού στήθους σε θρηνολογία 2. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ κομμοί οι γομφίοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοπ τού κόπτω + …   Dictionary of Greek

  • κομός — ο βλ. κομό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”